μικόκιος

μικόκιος
-α, -ο
φρ. «μικόκια λιθοτεχνία»
αρχαιολ. είδος λιθοτεχνίας τής παλαιολιθικής εποχής που δείγματά της ανακαλύφθηκαν στη θέση Μικόκ τής Ντορντόν στη Γαλλία, θέση από την οποία προήλθε και η ονομασία της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”